τελετουργώ

τελετουργώ
τελετουργῶ, -έω, ΝΑ [τελετουργός]
(για ιερέα) τελώ τελετή, ιερουργώ
νεοελλ.
μτφ. κάνω κάτι με τελετουργικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τελετουργώ — αμτβ., κάνω τελετή, ιερουργώ, μυσταγωγώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”